- ὑπάγει
- ὑπάγωleadpres ind mp 2nd sgὑπάγωleadpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κομπινάτ — το μεγάλο παραγωγικό συγκρότημα το οποίο βασίζεται στον συνδυασμό τής παραγωγής και υπάγει υπό την ίδια διοίκηση πολλές βιομηχανικές εκμεταλλεύσεις, η δραστηριότητα τών οποίων αλληλοσυμπληρώνεται ή είναι αμοιβαία εξαρτημένη … Dictionary of Greek
υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Κροκύλειο — I Ονομασία νησιού του Ιονίου πελάγους κοντά στην Ιθάκη κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τον Στέφανο Βυζάντιο (386,7). Επίσης ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Β, 633) κάνει αναφορά στο νησί και μάλιστα στον πληθυντικό, δηλαδή Κροκύλεια. Από μαρτυρία του… … Dictionary of Greek